περιθάλπει

περιθάλπει
περί-θάλπω
heat
pres ind mp 2nd sg
περί-θάλπω
heat
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γηροβοσκός — γηροβοσκός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιθάλπει τους γέροντες και (κυρίως) τους γονείς του 2. «γηροβοσκοὶ ἐλπίδες» ελπίδες για φροντίδα στη γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + βοσκός < βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • ληστοτρόφος — ο (Α λῃστοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ή περιθάλπει ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + τρόφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… …   Dictionary of Greek

  • ξενόφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πυθαγόρειος φιλόσοφος και μουσικός από τη Χαλκιδική. Έζησε την εποχή του τύραννου Διονυσίου. Υπήρξε δάσκαλος του φιλόσοφου και μουσικού Αριστοξένη. 2. Ιστοριογράφος, που αναφέρεται στο Περί ενδόξων ανδρών σύγγραμμα.… …   Dictionary of Greek

  • πτωχοτρόφος — ον, Μ 1. αυτός που περιθάλπει φτωχούς 2. το αρσ. ως ουσ. ο διαχειριστής τής περιουσίας πτωχοτροφείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”